- οπλιστής
- ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) [οπλίζω]1. πολεμιστής2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζειβ) αυτός που αποτελείται από όπλα3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.
Dictionary of Greek. 2013.